πακτίς

πακτίς
πακτίς, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτίς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πηκτίς — ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, ιδος, ΜΑ 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα 2. λύρα 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια 4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”